ὑποκίνυμι

ὑποκίνυμι
ὑποκίνυμι [κῑ], [dialect] Ep. for ὑποκινέω, [tense] impf.
A

ὑπεκίνυον Q.S.4.510

(s. v.l.):—[voice] Pass.,

ποσὶν δ' ὑπεκίνυτο γαῖα Id.3.36

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποκίνυμι — και ὑποκινύω Α (επικ. τ.) βλ. υποκινώ …   Dictionary of Greek

  • υποκινώ — ὑποκινῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α [κινῶ] διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.) αρχ. 1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”